- ἀκνίσωτος
- ἀκνίσωτοςwithout steam of sacrificemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακνίσωτος — ἀκνίσωτος, ον (Α) αυτός που δεν έχει τη χαρακτηριστική οσμή που προέρχεται από τις θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κνισωτὸς < κνισῶ*] … Dictionary of Greek
ἀκνίσωτοι — ἀκνίσωτος without steam of sacrifice masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)